Αφού ήρθε και πήρε ότι ζήτησε, ο κ. Μπαρόζο αποχώρησε
αφήνοντας πλούσιες νουθετήσεις στους υπεξούσιους ιθαγενείς της αποικίας που
λέγεται Ελλάδα. «Ο πρωθυπουργός με διαβεβαίωσε ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις
δεσμεύσεις που προέρχονται από το Β’ Μνημόνιο, αλλά χρειάζονται αποτελέσματα,
αποτελέσματα, αποτελέσματα. Δεν αρκούν πλέον τα λόγια. Μετά τη συνάντησή μου με
τον κ. Σαμαρά πιστεύω ότι θα υπάρξουν αποτελέσματα» πρόσθεσε ο κ. Μπαρόζο. Ο εν
λόγω κύριος δήλωσε ικανοποιημένος από τις διαβεβαιώσεις που έλαβε από τον
πρωθυπουργό και εξέφρασε τη χαρά του που τις δεσμεύσεις αυτές απέναντι στους
εταίρους μοιράζονται και οι κ.κ Βενιζέλος και Κουβέλης.
Καμία λύση στην κρίση δημόσιου χρέους δεν μπορεί να δοθεί
όσο η Ελλάδα χρησιμοποιεί το ευρώ, ενώ ο καταστρεπτικός ρόλος της
ευρωζώνης στην ελληνική κρίση φάνηκε με το PSI, όπου το δημόσιο χρέος
κρατικοποιήθηκε για να θωρακιστούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Η έξοδος
από το ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, υπό συγκεκριμένες
προϋποθέσεις, μπορεί να σημάνει τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας
για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, μια μακράς πνοής αντιστροφή της
χρόνιας επιδείνωσης του βιοτικού μας επιπέδου…
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δέκα
χρόνια μετά τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, δεν υπάρχει
καμιά αμφιβολία ότι κάτι θεμελιωδώς σάπιο υπάρχει στο (εφήμερο όπως θα
αποδειχθεί) βασίλειο της ευρωζώνης. Προς επίρρωση, η πρόσφατη διεύρυνση
του μνημονιακού κλαμπ με μια ακόμη χώρα, την Ισπανία. Έτσι, μετά την
Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ο κύκλος των χαμένων
περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης επεκτείνεται, πλησιάζοντας απειλητικά
την Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα καταρρίπτεται η μυθολογία που σχεδιασμένα
αναπτύχθηκε από το Βερολίνο ενοχοποιώντας κάθε ένα λαό της ευρωζώνης
ξεχωριστά.
Ο τρόπος με τον οποίο ξέσπασε η δημοσιονομική οικονομική κρίση σε
καθεμία από τις παραπάνω χώρες αναγκάζοντάς τη να προσφύγει στον κατ’
ευφημισμό Μηχανισμό Διάσωσης (κατόπιν φυσικά επίμονης απαίτησης της
Γερμανίας) παρουσιάζει εμφανείς διαφορές. Ιρλανδία και Ισπανία, για
παράδειγμα, αποκλείστηκαν σχεδόν οικειοθελώς από τις αγορές από τη
στιγμή που δέχτηκαν να εκτινάξουν στα ύψη το χαμηλό και διαχειρίσιμο έως
τότε δημόσιο χρέος τους (65,1% και 68,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα) για να
σώσουν τις χρεοκοπημένες τους τράπεζες αντί να τις εθνικοποιήσουν όπως
όφειλαν, με κριτήριο τόσο οικονομικού ορθολογισμού όσο και κοινωνικής
δικαιοσύνης. Σε Ελλάδα και Πορτογαλία δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Στα
καθ’ ημάς, μπορεί οι τράπεζες να έχουν ευνοηθεί σκανδαλωδώς από τον
προϋπολογισμό λαμβάνοντας συνολικά από το Δημόσιο 145 δισ. ευρώ (με το
90% του ποσού να αποτελεί κρατικές εγγυήσεις σε ομολογιακές εκδόσεις)
και μόλις πρόσφατα από την κυβέρνηση Παπαδήμου 18 δισ. ως πρώτη δόση της
ανακεφαλαιοποίησής τους (ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία των
μετοχών όλων των εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο που ήταν 20 δισ.
στις 8 Ιουνίου), εν τούτοις δεν οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο επειδή το
δημόσιο ανέλαβε να σώσει τις τράπεζες. Ελλάδα και Πορτογαλία προσέφυγαν
στο Μηχανισμό λόγω του ότι οι όροι δανεισμού τους από τις αγορές
γίνονταν σταδιακά απαγορευτικοί.